Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υγίασμα — άσματος, τὸ, Α [ὑγιάζω] (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) θεραπευτικό μέσο … Dictionary of Greek
ὑγιάσματα — ὑγίασμα cure neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)